Χάρη στις πολιτικές που εφάρμοσαν τα δύο μεγάλα κόμματα που μας κυβέρνησαν από το 1974 και επειτα, και χάρη φυσικά και στην αντιπολίτευση που άσκησαν όλα τα κόμματα, ακόμη και τα μικρότερα, η ελληνική κοινωνία έχει φτάσει σε ένα εφιαλτικό σημείο.
Από το χάλι αυτό στο οποίο είμαστε, ως κοινωνία και χώρα, μπροστά μας διαγράφονται τρεις κατευθύνσεις: οι δύο είναι εφιάλτης, και η τρίτη ίσως να είναι η μοναδική οδός σωτηρίας.
Πριν όμως περιγράψω αυτές τις κατευθύνσεις, αφήστε με για άλλη μια φορά να σας στενοχωρήσω περιγράφοντας την τωρινή μας κατάσταση.
Το χάλι μας.
Οι ατυχήσαντες: Η οικονομική ανισότητα καλπάζει. Κοντεύει να φτάσει στο σημείο εκείνο το οποίο θα γίνει το σημείο εκτόξευσής της για “λατινο-αμερικανικά” επίπεδα οικονομικής ανισότητας. Με έναν χοντρικό υπολογισμό, το 1/3 της ελληνικής κοινωνίας ζυγώνει επικίνδυνα την οικονομική αθλιότητα. Τους επόμενους μήνες ένα μεγάλο μέρος των ελληνικών οικογενειών που ζουν στις πόλεις, πάρα πολλοί έλληνες δηλαδή, θα γνωρίσουν από πρώτο χέρι και από πολύ κοντά την πλήρη οικονομική εξαθλίωση. Και θα μάθουν να αποδέχονται τον μηδενισμό της αξιοπρέπειάς τους ως άνθρωποι. Μαζί με το φαινόμενο της οικονομικής εξαθλίωσης και της απώλειας της αξιοπρέπειας, εμφανίζεται πάντα και μια πτώση των ηθικών αντιστάσεων και μια ρήξη των κοινωνικών σχέσεων. Ουσιαστικά οι εξαθλιωμένοι και οι στερημένοι από αξιοπρέπεια, θα ξαναγυρίσουν σε έναν ιδιότυπο αστικό νόμο της ζούγκλας.
Πλούσιοι και ανάλγητοι: Κι ενώ πολλοί έλληνες θα γνωρίζουν την πικρή ζωή της καθημερινής οικονομικής εξαθλίωσης, έχουμε ένα σχετικά μικρό μέρος της ελληνικής κοινωνίας, που ζει, εδώ και χρόνια μέσα στον πλούτο, τον πολύ πλούτο και τον πάρα πολύ πλούτο. Στην κορυφή αυτής της πυραμίδας των ευπόρων βρίσκουμε τα μέλη της οικονομικής ολιγαρχίας της χώρας μας, οικογένειες πασίγνωστες, κι από κει και κάτω συναντάμε ότι πιο παρδαλό, σε κοινωνική σύνθεση μπορεί να φανταστεί κανείς. Μια ελίτ διευθυντικών στελεχών και μεγαλοϋπαλλήλων του τραπεζικού και επιχειρηματικου τομέα, μια τάξη πολιτικών και πολιτευτών, είτε εθνικής είτε τοπικής κατηγορίας, και η οποία πλούτισε νόμιμα ή παράνομα από την σχέση της με την εξουσία, μια πολύ πολύ μεγάλη ομάδα επιχειρηματιών, μεσαίου όγκου και βεληνεκούς, και τοπικής επί το πλείστον εμβέλειας, που έκανε χοντρή μπάζα κάνοντας δουλειές με το κράτος, μια οροφή μεγαλοϋπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα, και κοντά σ’ αυτούς πολλούς μεσαίους υπαλλήλους, που εκμεταλλεύθηκαν την θέση τους και με την διαφθορά απέκτησαν πλούτο τεράστιο, μια μεγαλούτσικη ομάδα ελεύθερων μεγαλοεπαγγελματιών που πούλησαν και συνεχίζουν να πουλάνε τις υπηρεσίες τους σε τιμή “φαρμάκι” (μεγαλογιατροί, μεγαλοδικηγόροι, τηλεπαρουσιαστές, μεγαλοδημιοσιογράφοι, μεγαλοκαλλιτέχνες, μεγαλοεπαγγελματίες αθλητές, γενιώς μεγαλο-κάτι), και πολλοί άλλοι παρόμοιοι.
Βόθρος με φωτορυθμικό: Το κυρίως όργανο της διανοητικής καταστολής και της κοινωνικής καταστροφής αποδείχθηκε πως είναι η ιδιωτική τηλεόραση. Κάποτε την έλεγαν “ελεύθερη” (δεν ξέρω από τι) τηλεόραση. Η τηλεόραση αυτή οδήγησε στην πολιτική σκλαβιά και ομηρία σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού, παιανίζοντας καθημερινά ύμνους κυρίως στο τμήμα του πολιτικού συστήματος που έχει την διακυβέρνηση της χώρας στα χέρια του κάθε φορά. Το προ-τελευταίο πράγμα που θα κάνει αυτή η άθλια τηλεόραση είναι να αμφισβητήσει το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του, δηλαδή τον κοινοβουλευτισμό ως πολίτευμα, να ερευνήσει τις πτυχές του, να εξηγήσει την λειτουργία του και τα αποτελέσματά αυτής της λειτουργίας. Και το τελευταίο πράγμα που θα κάνει αυτή η άθλια τηλεόραση είναι να πει στον έλληνα τι είναι πραγματικά δημοκρατία. Τα όρια μεταξύ ενημερωτικών και “ψυχαγωγικών” εκπομπών έχουν χαθεί προ πολλού. Το κύριο προϊόν αυτής της τηλεόρασης είναι ένα είδος άθλιων εκπομπών μέσω των οποίων υπηρετούνται οι βασικοί στόχοι της εξάπλωσης της κυρίαρχης ιδεολογίας: προώθηση του πιο εγωϊστικού ατομισμού (βοηθάει πολύ και η τηλεοπτική διαφήμιση εδώ), λατρεία στον πρώτο, τον μεγαλύτερο, τον τεραστιώτερο, τον ομορφώτερο, δηλαδή ανάδειξη του ανηλεούς ανταγωνισμού σε αρετή και ύψιστη αρχή, τέχνη, κυρίως μουσική του χειρίστου επιπέδου και χωρίς καμμία σύνδεση με την τεράστια μουσική μας παράδοση, ύμνος στο εκθαμβωτικό τίποτε, νομιμοποίηση της πνευματικής και καλλιτεχνικής ευτέλειας, προβολή της πιο ξέκωλης και “φάτε-μάτια-ψάρια” σεξουαλικότητας, εμπέδωση της ψεύτικης, τυπικής και άνευ ουσίας κοινωνικότητας, διάδοση της ανούσιας κολακείας σε καταστρεπτικό βαθμό την οποία ασκεί σε διάφορα πρόσωπα, από κορίτσια της πασαρέλας μέχρι “πνευματικούς” ανθρώπους, και πάνω απόλα θεοποίηση του χρήματος. Κι αυτά είναι μερικά. Διότι η βασική εξειδίκευση της τηλεόρασής μας είναι η κατασκευή και συντήρηση μύθων και μυθολογιών και η παροχή παραμυθιάσματος, χολυγουντιανής κυρίως προελεύσεως. Ο πιο αμείλικτος κυνηγός της κριτικής σκέψης. Η κόπρος του Αυγείου σε τετράγωνη συσκευασία.
Πολιτικοί μηδενικής στάθμης: Μηδενικής σε όλα τα επίπεδα, κυρίως όμως σε αυτό που λέμε πνευματικό επίπεδο. Κόμματα χωρίς αρχές και και χωρίς ιδεολογίες. Παρά τις διακυρήξεις, τα κείμενα και τις περί του αντιθέτου βεβαιώσεις. Οι ιδεολογίες και οι αρχές είναι εξάλλου για τους απλούς πολίτες και τους φτωχούς ανθρώπους. Οχι για τις ηγεσίες και τα στελέχη. Οχι για τους υπηρέτες της εξουσίας. Τα κόμματα αυτά παράγουν ανάλογες πολιτικές προσωπικότητες. Βασικά έχουμε πολιτικούς που θα έκαμναν οτιδήποτε, θα συμμαχούσαν με τον οποιονδήποτε, που θα έλεγαν οτιδήποτε, μόνο και μόνο για να επανεκλεγούν ή να διατηρήσουν την θέση εξουσίας που έχουν. Οι πολιτικοί μας είναι σαν κάποιους γιατρούς που σου συστήνουν να κάνεις εγχείρηση και δεν ξέρεις αν το λένε γιατί ενδιαφέρονται για την υγεία σου ή γιατί έχουν πολλά να κερδίσουν. Ανάμεσα σε αυτούς, τους αρρωστους με την εξουσία ανθρώπους, υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός που είναι πρόθυμος “να τα πάρει” από οποιονδήποτε και συνεπώς να εξυπηρετήσει οποιονδήποτε προσφέρει το ανάλογο τίμημα. Οι “καλοί” ανάμεσά τους δεν είναι καλύτεροι, καθώς όλοι γνωρίζουν τα ανομήματα όλων, αλλά δεν καταγγέλουν κανέναν. Ολοι μαζί φρόντισαν να νομοθετήσουν την ποινική ασυλία τους ώστε να μην κινδυνέψουν στο ελάχιστο, όποιο κι αν είναι το έγκλημά τους. Ο λαός γνωρίζει πια, ακόμα και ο πιο φανατικός κομματικός οπαδός γνωρίζει, πως το πολιτικό σύστημα είναι τόσο διεφθαρμένο που δεν μπορεί να θεραπευτεί. Εξαγγέλει κατά καιρούς εξεταστικές επιτροπές και καθάρσεις που έχουν την ίδια συνέχεια με την περίφημη “αυτο-κάθαρση” της εκκλησίας. Η τάξη των πολιτικών εισήγαγε από πολύ νωρίς, κοντά δυο αιώνες τώρα, ορισμένα βασικά εργαλεία άσκησης της πολιτικής: τον διορισμό πολιτών στο δημόσιο για εκλογικούς λόγους και την συναλλαγή με διαπλεκόμενους επιχειρηματίες και μέσα ενημέρωσης. Φαίνεται πως σε ορισμένες περιπτώσεις υπήρξε συναλλαγή ακόμη και με το κοινό έγκλημα. Το πολιτικό σύστημα θεωρεί επίσης ανεκτίμητο εργαλείο το πολιτικό ψεύδος και την άσκηση κρυφής πολιτικής. Μελέτη παλαιών και νέων πλευρών αυτού του συστήματος, όπως ο παρωχημένος πια θεσμός του κομματάρχη ή το ακόμη και σήμερα θριαμβέυον μοντέλο της οικογενειοκρατίας, θα απαιτούσαν τεράστιο επιστημονικό έργο και ογκωδέστατους τόμους για να αποτυπωθούν. Πρόκειται για έναν βιότοπο διαφθοράς και εστία κοινωνικής μόλυνσης.
Η νομιμότητα και η δικαιοσύνη ως αστείο: Ξεκινώντας από την συχνώτατη και εξωφθαλμώτατη παραβίαση του θεμελιώδους νόμου, του Συντάγματος, και πηγαίνοντας μέχρι το τελευταίο νομίδιο ή διάταξη που καλείται να εφαρμόσει η εκτελεστική μηχανή, από τα υπουργεία ως τον τελευταίο δήμο, η νομιμότητα είναι πανταχού απούσα. Για ισονομία μεταξύ των πολιτών δεν σκέφτεται να μιλήσει ούτε και ο πιο ανόητος πολίτης πια. Η περίφημη φράση “έχω εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη”, ακούγεται σπάνια και μόνο στην τηλεόραση, κι αυτό πάλι μόνο σε επαναλήψεις παλαιών ελληνικών ταινιών και σήριαλ, περασμένων εποχών.
Κράτος και δημόσιο ως εχθρός της κοινωνίας: Η μέθοδος στελέχωσης του δημόσιου μηχανισμού, δηλαδή η πολιτική συναλλαγή πολιτικού-πολίτη με βάση το ρωμαϊκό σύστημα της πελατείας και ο εφοδιασμός των υπηρεσιών του δημοσίου, από software έως τσιρότα, κι από υποβρύχια ως κλιματιστικά, με βάση την διαπλοκή και την μίζα, οδήγησαν σε ένα κράτος και ένα δημόσιο που θεωρεί τον πολίτη ως την κατσίκα που είναι υποχρεωμένη να εμφανίζεται για το καθημερινό της άρμεγμα. Ως ένα φαινόμενο δηλαδή οργανισμού αξιοθαύμαστης αντοχής στην κρατική απομύζηση, και ο οποίος έχει μάλιστα αναπτύξει και μεθόδους αυτοάμυνας, όπως η φοροδιαφυγή, στις οποίες μεθόδους οι περισσότεροι υπάλληλοι του δημοσίου δείχνουν απέραντη κατανόηση, πάντα με το αζημίωτο. Εν ολίγοις το κράτος και το δημόσιο είναι πλασμένο κατ’ εικόνα των πολιτικών που το διευθύνουν. Η κοινωνία και οι πολίτες θεωρούν, και σωστά, ως εχθρικό αυτό το κράτος και το δημόσιο και προσπαθούν είτε να αποφεύγουν είτε να μετριάζουν τις ΠΑΝΤΑ οικονομικές αξιώσεις του.
Η αστυνομία, χωρίς χαρακτηρισμό: Οπως και στον στρατό έτσι και στην αστυνομία έχουμε στελέχη πολλών προελεύσεων. Αυτό συμβαίνει διότι έτσι το πολιτικό σύστημα επιτυγχάνει μια ιδιότυπη “ταξική” διαστρωμάτωση των στελεχών, και μισθολογική, που του επιτρέπει να κάνει την δουλειά του, ως ο επικυρίαρχος της αστυνομικής εξουσίας, ασκώντας “κοινωνική μηχανική” σε αυτά τα στελέχη. Οι αστυνομικοί που συναντάει ο απλός πολίτης κάθε μέρα στον δρόμο του, ακόμη και αυτοί που τον δέρνουν ή τον ψεκάζουν άγρια, είναι από άποψη αμοιβών, στα όρια της συντήρησης. Δηλαδή λίγο καλύτερα από την εντελώς φτώχεια. Από άποψη ηθικού η αστυνομία δεν πάει καλύτερα μια και η χρόνια έλλειψη στην εκπαίδευση, στα μέσα αλλά και στην επαρκή στελέχωση (πολλοί αστυνομικοί προστατεύουν από πολιτικούς μέχρι τον πιο απίθανο τύπο που μπορεί να σκεφτεί κάποιος), την έχουν οδηγήσει αρκετές φορές σε στιγμές που κανείς δεν θα ήθελε να θυμάται. Εκεί όμως που η αστυνομία ξεχνά τα προβλήματά της, το πεσμένο της ηθικό, και τους κατά καιρούς εξευτελισμούς που έχει υποστεί από την “πολιτική ηγεσία”, είναι όταν καλείται να ρίξει ξυλιές στον άτακτο λαό. Εκεί δίνει συνήθως τον καλύτερο εαυτό της. Δείχνοντας πως αποτελεί μέρους του ιδίου κράτους, όπως και κάθε άλλη δημόσια υπηρεσία, και το οποίο κράτος ο έλληνας πολίτης έμαθε να θεωρεί εχθρό του από τα γεννοφάσκια του. Και δεν μπορεί και να τον κατηγορήσει κάποιος γι’ αυτό. Αλλωστε συχνά πυκνά η αστυνομία δείχνει δείγματα από τα οποία βγαίνει το συμπέρασμα πως οι ιστορικές καταβολές που γέννησαν αυτή την “ολέθρια σχέση” αστυνομίας-λαού, μέσα στην ελληνική ιστορία, είναι ακόμη ολοζώντανες στο αστυνομικό περιβάλλον.
Ο υπόκοσμος που εκσυγχρονίστηκε: Εγραφε ο Ηλίας Πετρόπουλος (νομίζω στο Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη) πως στην ελλάδα δεν είχαμε ληστείες τραπεζών διότι δεν είχαμε ποτέ οργανωμένο έγκλημα και οι ληστείες τραπεζών απαιτούν οργάνωση. Πέρασε πολύς καιρός από τότε και στα χρόνια του εκσυγχρονισμού της διακυβέρνησης Σημίτη μπορεί να μην εκσυγχρονίστηκαν πολλά πράγματα, ο υπόκοσμος όμως εκσυγχρονίστηκε πλήρως στα χρόνια εκείνα της καλπάζουσας “ανάπτυξης”. Και έχει έκτοτε ρημάξει τις τράπεζες. Κανείς πλέον δεν δίνει σημασία μια και το αστυνομικό δελτίο είναι γεμάτο από ένοπλες ληστείες τραπεζών καθημερινά, που πολλές φορές καταλήγουν σε αιματηρούς φόνους και καταδιώξεις. Ο υπόκοσμος στην χώρα μας μεταβλήθηκε ποιοτικά. Κατ’ αρχήν τα κονόμησε. Πολύ χοντρά. Οργανώθηκε και εξοπλίστηκε (αυτόματα όπλα, χειροβομβίδες, όχι ακόμα όλμους). Στελεχώθηκε οργανωτικά με εγχώριους και αλλοδαπούς έμπειρους στην δουλειά τους και μοίρασε τις περιοχές που ελέγχει εγκαθιδρώντας μια ισορροπημένη φεουδαρχία. Κατά καιρούς φαίνεται να ξεσπάει κάποιος εμφύλιος πόλεμος, όμως τα σημάδια υγείας του υποκόσμου μας είναι εμφανέστατα. Οπως και οι σχέσεις του με ορισμένους αστυνομικούς που βγαίνουν κατά καιρούς στην δημοσιότητα. Αλλά το κύριο ποιοτικό χαρακτηρισμό όπως είπαμε είναι η συγκέντρωση πλούτου από οργανωμένες δραστηριότητες κάτι που τον καθιστά πια έναν επίδοξο συνεταίρο με ακόμη πιο υψηλά ιστάμενα τμήματα της κρατικής εξουσίας.
Μια φορά ειν’ τα νειάτα: Η νεολαία μας δεν αμφισβητεί το σύστημα. Στο μεγαλύτερό της μέρος, του έχει παραδοθεί ηδονικά. Λόγω της οικονομικής κρίσης, και της τεράστιας ανεργίας στις “μικρές” ηλικίες, κοπήκανε τα πολλά πολλά “έξω”, αλλά η νεολαία μας απέχει από το να μπορεί να παρατάξει οργανωμένες δυνάμεις απέναντι στο σύστημα. Περιστασιακά κάποια δυναμικά κομμάτια της μπορεί να τα σπάσουν είτε γιατί έχασε η ομάδα τους είτε για άλλους ιδεολογικούς λόγους, αλλά δεν απειλούν το γενικό στάτους κβο του συστήματος. Δεν υπάρχει ιδεολογία στην νεολαία σήμερα με περιεχόμενο βαρύτερο από νεσεσέρ αισθητικού. Η νεολαία μας δεν ξέρει ορθογραφία (κι όσοι νομίζουν “μικρό το κακό” κάνουν λάθος), δεν ξέρει ιστορία, ούτε γεωγραφία, ούτε και την τέχνη ή την επιστήμη που σπούδασε ξέρει καλά καλά (διότι με τόσες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις κι εμείς οι μεγάλοι…), αλλά ξέρει απέξω όλα τα καινούρια τραγούδια του Πλούταρχου (όχι εκείνου από την Χαιρώνεια του ρωμαιόφιλου), όλες τις συνταγές του Μαμαλάκη, και όλα τα κρυφά όνειρα των πρωταγωνιστών του “Ελλάδα έχεις ταλέντο”. Θα αργήσει να πάρει μπρος. Οι νεαρές είναι απασχολημένες βάφουν τα νύχια τους και πασχίζουν να γράψουν μια λέξη ορθογραφημένα στο facebook και οι νεαροί ξοδεύουν πολύ ενέργεια για να πετύχουν το στυλ-τσαλαπετεινός μαλλί, άνευ του οποίου “γκόμενα δεν σταυρώνεις”. Τα CDS και τα spreads είναι λέξεις άγνωστες στις ηλικίες κάτω των τριάντα. Εκφράσεις όπως “δημόσιο χρέος” θεωρούνται βαρειά απρεπείς. Μερικοί από τους πιο ζωηρούς νεαρούς, στις υποβαθμισμένες περιοχές, θα αναγκαστούν να “υπηρετήσουν”, στο αμέσως επόμενο διάστημα, στις ομάδες του οργανωμένου υποκόσμου που αρχίζει και εξαπλώνεται, μια και από πουθενά αλλού δεν διαφαίνεται η πιθανότητα να εξοικονομήσουν μεροκάματο. Για τα κορίτσια οι προοπτικές ίσως είναι ακόμα χειρότερες.
Φεύγω κι αφήνω πίσω μου συντρίμμια: Εχουν φύγει πολλοί. Πόσοι έχουν φύγει ουδείς γνωρίζει. Εδώ η αρμόδια υπουργός δήλωσε πως δεν ξέρει ούτε πόσοι ήλθαν και άρα δύσκολο να ξέρει κάποιος και πόσοι έφυγαν. Εφυγαν όμως. Νέοι έφυγαν κυρίως για Κύπρο. Ορισμένοι για Ευρώπη. Μερικοί και Βουλγαρία. Νέοι όλοι αυτοί. Οι μεγαλύτεροι διαλέγουν του πιο περίεργους και εξωτικούς προορισμούς. Και αρκετές οικογένειες γύρισαν φυσικά στα χωριά τους. Η πρόχειρη εκτίμηση είναι πως αυτοί που φεύγουν δεν είναι οι χειρότεροι. Δηλαδή αυτοί που ακόμα μένουμε δεν είμαστε δα και οι καλύτεροι. Και αυτό θα αρχίσουμε να το αντιλαμβανόμαστε σιγά σιγά.
Και πολλά πολλά ακόμα: Τα οποία τα γνωρίζει ο καθένας μας ή έτυχε να τα συναντήσει ή να τα γευτεί. Θα ήθελα να πω για τους πανεπιστημιακούς και λοιπούς “πνευματικούς” ανθρώπους, για τον ευεργετικό ρόλο των τραπεζών στην οικονομία και τις προοπτικές που οι τράπεζες έδωσαν και δίνουν στην ελληνική οικονομία, για την αριστερά, τον ρόλο της και την “δυναμική” της (αλλά μετά σκέφτηκα που πας να μπλέξεις) και σε άλλα πολλά. Αλλά θα σταθώ μόνο σε ένα το οποίο θεωρώ κατόρθωμά μας και μάλιστα σπουδαίο. Στο ότι μετά από πολύ κόπο και προσπάθεια ως κοινωνία καταφέραμε να δημιουργήσουμε δύο κοινωνίες. Με μια διαφορά η μια από την άλλη γύρω στα 500 ευρώ. Την κοινωνία του δημοσίου τομέα (που δεν το νοιάζει τι γίνεται στην πραγματική οικονομία, δημόσιο είναι, ότι μισθό θέλει δίνει) και την κοινωνία του ιδιωτικού τομέα (που δεν το νοιάζει τι γίνεται στην πραγματική οικονομία, ιδιωτικός τομέας είναι, κι άμα δεν σου φτάνουν να ζήσεις, κόψε το λαιμό σου).
Οι “προοπτικές” μας.
Εδώ θα περιγράψω τις δύο εφιαλτικές προοπτικές που έχουμε ώστε να αφήσω την καλή για το τέλος. Σε αυτές τις δύο πρώτες περιπτώσεις το πολιτικό σύστημα διασώζεται. Στην πρώτη διασώζεται ατόφιο. Στην δεύτερη κάτι λιγώτερο από το μισο. Στην τρίτη και καλύτερη για μας (φαρμακερή γι’ αυτούς) αρχίζει και αλλάζει όψη και συνήθειες. Και κυρίως παρέες.
Λατιναμερικάνικο σήριαλ: Είναι η περίπτωση της στασιμότητας. Οπου όλα μένουν ως έχουν και απλώς εντείνονται. Δηλαδή οι φτωχοί γίνονται φτωχότεροι, οι πλούσιοι πλουσιώτεροι, η τηλεόραση γυαλιστερώτερη, οι πολιτικοί αθλιώτεροι και γενικώς όλα εξικνούνται έως του υπερθετικού τους βαθμού. Ολα εκτός από την ανυπαρξία νομιμότητας η οποία δεν μπορεί να γίνει ανυπαρκτώτερη. Αλλά και ποτέ μην λες ποτέ. Διότι όπως λένε και οι φυλακισμένοι “οι κανονισμοί είναι για να εφαρμόζονται προς το χειρότερο”, ή κάπως έτσι. Αν δηλαδή το πολιτικό σύστημα, διότι αυτό διευθύνει την κοινωνία, δεν ανατραπεί με κάποιον τρόπο, οδεύουμε προς κάτι μεταξύ Κολομβίας και Μεξικού. Ως κοινωνία. Αφθονο φθηνό εργατικό δυναμικό. Γενίκευση της χρήσης των ναρκωτικών. Περιοχές μέσα στις πόλεις που η αστυνομία θα δυσκολεύεται να μπει. Εκτός κι αν την συνοδεύει ο στρατός. Περιοχές μέσα στις πόλεις περιφραγμένες με υψηλούς φράχτες και εξωτερικές περιπολίες και όπου μέσα από τα τείχη θα διαμένουν οι τυχεροί σε μικρά παλάτια. Τα μισά σήριαλ της τηλεόρασης θα συνεχίσουν να κάνουν πως δεν κατάλαβαν τι έγινε στην κοινωνία και όλα καλά και τα άλλα μισά θα γοητευθούν από ορισμένες μόνο εξωτικές πλευρές της νέας κατάστασης όπως η διακίνηση και η χρήση ναρκωτικών και όπλων και η γενίκευση της πορνείας. Εν ολίγοις μια κόλαση. Το σενάριο αυτό έχει και τουλάχιστον μια παραλλαγή. Στην παραλλαγή αυτή το πολιτικό σύστημα καταφέρνει να μας πείσει ότι μπορεί να πάρει πάνω του την ομάδα και να σώσει το παιχνίδι. Τιμωρεί κάνα δυο, εξαγγέλλει μέτρα (τζάμπα είναι), βελτιώσεις και εκσυγχρονισμούς, και καταφέρνει με διάφορα τρυκ (μια κρίση σε εθνικό ζήτημα είναι ότι καλύτερο, και λίγος παραπάνω πατριωτισμός από την μεριά του απαραίτητος) να παραμείνει σχετικά ανέπαφο στην κορυφή. Φυσικά κατά βάθος μένει το ίδιο μια και δεν μπορεί να αλλάξει συνήθειες και μεράκια. Ουτε τους χορηγούς του. Είναι μια παραλλαγή που οφείλει να μας προβληματίσει, γιατί είναι αυτή η παραλλαγή που τώρα μας ετοιμάζουν. Πυρετωδώς.
Ο κύριος με τον ράφτη: Καταστάσεις σαν κι αυτή που έχει τώρα διαμορφωθεί στη χώρα μας είναι θερμοκήπια ολοκληρωτισμού. Εμείς τώρα είμαστε σαν φυτώριο κάτι. Με ιδανικές συνθήκες. Ο λαός νιώθει φοβισμένος, τσακισμένος, τρομοκρατημένος, απελπισμένος, άφραγκος, χωρίς μέλλον, απειλούμενος, θυμωμένος και οργισμένος. Και κυρίως ΧΩΡΙΣ ΔΙΕΞΟΔΟ. Είμαστε δηλαδή σαν κοινωνία σε μια τέτοια φάση που θα είχε πολύ μεγάλο πολιτικό σουξέ ένας κύριος που θα εμφανιζόταν από το πουθενά και που θα τα ‘λεγε καλά. Και κυρίως θα ‘λεγε “θα τιμωρήσω αμείλικτα, θα βάλω στη φυλακή τους φταίχτες, θα επαναφέρω τη νομιμότητα, θα ανορθώσω την εθνική μας περηφάνεια, θα κρατήσω αυτό, θα διώξω εκείνο, θα γκρεμίσω το ένα και θα χτίσω το άλλο”. Αν ο καλός αυτός κύριος διέθετε δυο τρεις γεναιόδωρους, όσο και αφανείς, χρηματοδότες, καθώς και 30-40 επαγγελματίες οργανωτές, αλλά και ένα καλό ράφτη για να του ράψει στολές για μια δυναμική νεολαία που θα “αναστύλωνε” την τσακισμένη λαϊκή περηφάνεια περιπολώντας στις γειτονιές τα βράδυα και μοιράζοντας τρόφιμα και βοήθεια την ημέρα, θα ασκούσε μια ακατανίκητη γοητεία σε έναν λαό, που αηδιασμένος από τη βρωμιά και τη σήψη, και μη βλέποντας διέξοδο και αισιοδοξία από πουθενά, ήδη του ξεφεύγει καμμιά φορά η πρόταση: “μια χούντα μας χρειάζεται”. Εννοείται πως ακόμη κι αν αυτός ο κύριος με τον καλό ράφτη επικρατήσει, το πολιτικό σύστημα σε ένα μεγάλο μέρος του θα διασωθεί. Και θα τον υπηρετήσει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Οπως και η ολιγαρχία του πλούτου. Αυτός που θα χάσει πάλι θάναι ο λαός. Αλλά η απελπισία θολώνει την κρίση. Αν λοιπόν έχουμε μια τέτοια εξέλιξη, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ως απίθανη μετά από τους απίθανους που είδαμε να μας κυβερνάνε, στο μέλλον θα πάμε σε πολλές παρελάσεις.
Εξοδος (με την έννοια της τραγωδίας)
Εδώ και δυο αιώνες, από την επανάσταση του 1821 ακόμη, η ελληνική κοινωνία, ζει μια μεγάλη τραγωδία. Συνεχή. Με πολλά επεισόδια. Την τραγωδία της πολιτικής ανισότητας. Η οποία ανισότητα δεν της επέτρεψε ποτέ να αποκτήσει το εργαλείο και το μέσο, με το οποίο θα μπορούσε να παίρνει αποφάσεις και να ορίζει το μέλλον της όπως εκείνη το ονειρευόταν.
Σύρθηκε σε πολέμους-εθνικές τραγωδίες, σύρθηκε σε πέντε πτωχεύσεις, σε έναν εμφύλιο. Εζησε ναυτικούς αποκλεισμούς και είδε κανονιοφόρους στις θάλασσές της.
Και το ζητούμενο της δικαιοσύνης και της προκοπής είναι ακόμα πολύ πολύ μακριά. Μερικές φορές φαίνεται πως και αυτό ακόμα το αγαθό της ελευθερίας και της ειρήνης απειλείται. Από τους αιώνιους συμμάχους μας κυρίως. Τους εταίρους μας. Τις πολιτικές εθνικής υποτέλειας που επέβαλλαν στο πάντα πρόθυμο πολιτικό μας σύστημα. Τις πολιτικές οικονομικής υποτέλειας που επέβαλλαν από τότε που έστησαν την πρώτη τους τράπεζα (που από χιούμορ την ονόμασαν και “Εθνική”), από τότε που μας έδωσαν το πρώτο δάνειο.
Τώρα είμαστε πάλι στην κόψη του ξυραφιού.
Στην κατάσταση που είμαστε από πλευράς ηθικής συγκρότησης ως λαός, δεν εμπιστευόμαστε ούτε τον εαυτό μας. Κοιτάμε ο ένας τον άλλον με καχυποψία. Ποιος είναι ο καθαρος και ποιος ο λερωμένος. Τόσο πολύ μας μόλυναν. Ηθικά και ψυχικά είμαστε εξουθενωμένοι. Οικονομικά εξαντλημένοι. Η νεολαία μας παροπλισμένη ή φευγάτη από την απογοήτευση. Πολιτικά δεν έχουμε ακόμη μια συναίνεση στο προς τα που πρέπει να βαδίσουμε. Σποραδικά ακούς να μιλάνε κάποιοι για γνήσια δημοκρατία και για τα δεινά που έφερε η αντιπροσώπευση. Αλλά μετά πάλι ακούς άλλους να λένε άλλα. Και σαν λαός με μηδενική πολιτική εμπειρία (τι πολιτική εμπειρία να έχει ένας λαός που δυο χιλιάδες χρόνια ακολουθούσε ηγέτες και δυο αιώνες τώρα πάει μια φορά στα τέσσερα χρόνια να ψηφίσει;) μένεις στην παραζάλη των λόγων και στην σύγχυση.
Κι όμως. Αυτό που πρέπει να κάνουμε είναι πολύ απλό: πρέπει να ζητήσουμε να μας παραδώσουν την πολιτική μας ισχύ. Να μας δώσουν πίσω οι σφετεριστές την πολιτική μας δύναμη. Πρέπει με λίγα λόγια να απαιτήσουμε γνήσια δημοκρατία. Γνήσια δημοκρατία.
Ισως να μην είμαστε, από άποψη πολιτικής εμπειρίας και ηθικής ακόμα συγκρότησης, έτοιμοι να απαιτήσουμε αύριο άμεση δημοκρατία. Είμαστε στο κάτω κάτω μια κοινωνία με πληγές και μόλυνση σε όλο της το κορμί. Που θέλει καιρό για να γιατρευτεί. Και χρόνο για να μάθει.
Ομως μπορούμε να ξεδοντιάσουμε την πολιτική ολιγαρχία. Αφαιρώντας της ένα δόντι την φορά. Ζητώντας ενιαίο ψηφοδέλτιο στις βουλευτικές εκλογές. Ζητώντας κλήρωση για συγκρότηση της βουλής και της κυβέρνησης από τους εκλεγμένους. Ζητώντας συμμετοχή κληρωτών πολιτών στις εξεταστικές της βουλής.
Πως θα το κάνουμε δεν ξέρω. Ισως αν μαζευτούμε όλοι σε μια πλατεία και δεν φύγουμε. Ολοι όμως. Οι πιο πολλοί έστω.
Αλλιώς το τέρας της ολιγαρχίας ετοιμάζεται να μας χάψει. Αν το αφήσουμε και τώρα να μας ξεφύγει ακέριο, θα κάνουμε χρόνια να συνέρθουμε. Πρέπει να βρούμε τη δύναμη, το κουράγιο και τη σοφία, να πολεμήσουμε.
Πριν χαθούμε στην νύχτα της ιστορίας.
Θραξ Αναρμόδιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου