Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Η άμεση δημοκρατία και τα σημερινά πολιτεύματα

Του Γιώργου Οικονόμου

Aπό το φθινόπωρο του 2008, η ανθρωπότητα ζει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ιστορία της: την κρίση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού-οικονομικού συστήματος μετά από την πανθομολογούμενη αποτυχία της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Όμως η κρίση αυτή είναι βαθύτερη, είναι κρίση του φιλελεύθερου καπιταλισμού και της ιδεολογίας του, αφού όπως αποδείχθηκε ο νεοφιλελευθερισμός είναι η αναγκαστική επέκταση ή το ανώτατο στάδιο του φιλελευθερισμού. Είναι κυρίως κρίση κοινωνική, κρίση δομών, αξιών και σημασιών. αφορά και το λεγόμενο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, όπως έχει αποκρυσταλλωθεί στη Δύση εδώ και δύο αιώνες. Αυτό διαπιστώνεται εδώ και μερικά χρόνια από πολλές πλευρές. οι διαγνώσεις και οι αιτιολογίες όμως ποικίλλουν αναλόγως της οπτικής του εκάστοτε ερευνητή.[1]
Από την άλλη παντού, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, σε βιβλία και στην τηλεόραση το πολίτευμα αυτό αποκαλείται δημοκρατία, ενίοτε συνοδευόμενη από ένα επίθετο αναλόγως της αρεσκείας εκάστου (αντιπροσωπευτική, έμμεση, αστική, κοινοβουλευτική, σύγχρονη κ.λπ).
Μάλιστα ο πολύς Φ. Φουκουγιάμα το 1989, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, δήλωνε σε άπταιστο προφητικό στυλ το «τέλος της ιστορίας», γράφοντας χαρακτηριστικά τα εξής: «παρατηρούμε το τελικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας και την καθολικοποίηση της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας ως τελικής μορφής της ανθρώπινης διακυβερνήσεως».
Eίναι όμως έτσι; Είναι τα σημερινά πολιτεύματα δημοκρατίες; Φιλελεύθερες, αντιπροσωπευτικές, κοινοβουλευτικές ή έμμεσες; Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα θα πρέπει να εξετασθεί πρώτα τι είναι δημοκρατία. Για να διασαφηνισθεί αυτό θα πρέπει να δούμε συνοπτικώς τι ήταν η δημοκρατία όταν επινοήθηκε και δημιουργήθηκε για πρώτη φορά στις αρχαιοελληνικές πόλεις, κυρίως στην Αθήνα, και όταν επίσης για πρώτη φορά οι άνθρωποι στοχάσθηκαν γύρω από τη δημοκρατία.

Η άμεση δημοκρατία

Αυτό που πρέπει πρωτίστως να τονισθεί είναι ότι η δημοκρατία δεν δημιουργήθηκε ξαφνικά άπαξ δια παντός, αλλά βαθμιαία και σταδιακά από τους αγώνες του δήμου, των κατωτέρων στρωμάτων. είναι το αποτέλεσμα της ρητής συλλογικής αυτοθέσμισης της κοινωνίας. Δημοκρατία σημαίνει κράτος του δήμου, κυριαρχία του δήμου, την πραγματική κυριαρχία των πολιτών και όχι των κομμάτων. Τα χαρακτηριστικά του δημοκρατικού πολιτεύματος, όπως διαμορφώθηκαν στην αρχαία ελληνική δημοκρατία αποκλείουν την μεταβίβαση εξουσιών σε αντιπροσώπους, αφού ο δήμος είναι η κύρια πηγή όλων των εξουσιών και δεν αναγνωρίζει άλλη πηγή και αιτία της θέσμισης και του νόμου παρά μόνο τον εαυτό του (ἔδοξεν τῆ βουλῆ καὶ τῷ δήμῳ). Αυτό σημαίνει πραγματική συμμετοχή σε όλες τις μορφές της εξουσίας, κυβερνητική, δικαστική, νομοθετική, εκτελεστική. άμεση συμμετοχή όλων στη συζήτηση και τη διαμόρφωση των νόμων, στη λήψη των αποφάσεων.
Η συμμετοχή αυτή επιτυγχάνεται με δύο θεσμούς: πρώτον, την εκκλησία του δήμου που επιτρέπει την άμεση παρουσία όλων των πολιτών στη νομοθετική και κυβερνητική εξουσία. δεύτερον, την κλήρωσιν, η οποία επιτρέπει τη συμμετοχή στην εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Η συντριπτική πλειονότητα των αξιωματούχων (99,9%) ορίζεται με κλήρωση. Πράγματι, οι 6000 δικαστές της Ηλιαίας, οι 500 βουλευτές της Βουλής των Πεντακοσίων, οι εννέα άρχοντες και οι υπόλοιποι αξιωματούχοι κληρώνονται. Οι άρχοντες για τους οποίους απαιτούνται ειδικές γνώσεις, πείρα και ικανότητες (στρατηγοί, ταμίαι κ.λπ) εκλέγονται δια χειροτονίας στην εκκλησία του δήμου. Όπως είναι εμφανές η κλήρωση είναι η ειδοποιός διαφορά της δημοκρατίας ενώ οι εκλογές η ειδοποιός διαφορά της ολιγαρχίας, όπως αναγνωρίζει και ο Αριστοτέλης.[2]
Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η ουσιαστική ανεξαρτησία των τεσσάρων εξουσιών (κυβερνητικής, εκτελεστικής, δικαστικής, νομοθετικής) από τη στιγμή που ασκούνται από όλους τους πολίτες. Όπως επισημαίνει ο Κ. Καστοριάδης, στη δημοκρατία υπάρχει μια θεωρία, όχι του διαχωρισμού, αλλά της διασύνδεσης των εξουσιών, και σε μια μορφή που αποφεύγει τη σύγχρονη πολιτική φενάκη που γνωρίζουμε από τον 18ο αιώνα, με τον Λοκ και τον Μοντεσκιέ. Το σημαντικό και νευραλγικό όργανο της (άμεσης) δημοκρατίας είναι η απόδοση της δικαιοσύνης από όλους τους πολίτες και προς όλους τους πολίτες. Ουδείς εξαιρείται ούτε είναι υπεράνω υποψίας, υπεράνω του νόμου. Απαραίτητο προς τούτο στοιχείο είναι η ανεξαρτησία και η πραγματική αμεροληψία της δικαστικής εξουσίας, ο αποκλεισμός της δυνατότητας διαφθοράς ή εξαγοράς των δικαστών. Για να εξασφαλισθεί αυτή η απαίτηση δεν υπάρχει άλλος τρόπος από τη συλλογική συμμετοχή όλων των πολιτών στη δικαστική εξουσία, είτε μέσω της εκκλησίας του δήμου και της κληρωτής βουλής των Πεντακοσίων είτε μέσω κληρώσεως στα πολυμελή τμήματα της Ηλιαίας. Αυτή η αρχή εισάγεται για πρώτη φορά από τον Σόλωνα και παρέμεινε έκτοτε η σίγουρη και αδιαφιλονίκητη βάση της δημοκρατίας. Ακόμη και ο Αριστοτέλης, που επικρίνει τη δημοκρατία σε άλλα ζητήματα, αναγνωρίζει ότι η άσκηση της δικαστικής εξουσίας είναι απαραίτητο στοιχείο του πολίτη: «O πολίτης δεν ορίζεται με καλύτερο τρόπο παρά με τη συμμετοχή του στη δικαστική εξουσία και στις αρχές».[3]
Η συμμετοχή των πολιτών στη δικαστική εξουσία έχει ως αποτέλεσμα ότι όλες οι πράξεις της διοικήσεως και όλοι ανεξαιρέτως οι άρχοντες, αιρετοί και κληρωτοί, υφίστανται διαρκή έλεγχο (δοκιμασία, εύθυνα), δίνουν λόγο και λογαριασμό για τις πράξεις τους (λόγον διδόναι) και είναι ανά πάσα στιγμή ανακλητοί, η δε θητεία τους είναι ετήσια. Δηλαδή ο έλεγχος των αρχών είναι διαρκής και ουσιαστικός, πολιτικός και ποινικός. Οι αρχαίοι ήξεραν πολύ καλά αυτό που διατύπωσε τον 19ο αιώνα ο λόρδος Άκτον: «Η εξουσία διαφθείρει, η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα».
Βασική αρχή της δημοκρατίας είναι η ελευθερία, που σημαίνει την άμεση εναλλαγή στην εξουσία όλων των πολιτών, και όχι των κομμάτων: «χαρακτηριστικό της ελευθερίας είναι το να άρχουν όλοι δι’ εναλλαγής».[4] Η ούτως εννοημένη και πραγματοποιημένη ελευθερία συνιστά και εξασφαλίζει την ισότητα των πολιτών. Η πολιτική ισότητα είναι απόλυτη για όλους τους πολίτες και δεν έρχεται σε αντίφαση με την ελευθερία, όπως υποστηρίζει η ιδεολογία του φιλελευθερισμού.
Η κοινωνική ζωή στη δημοκρατία ρυθμίζεται από κανόνες γενικής ισχύος, οι οποίοι συζητούνται και νομοθετούνται άμεσα από την κοινότητα, υφίσταται δηλαδή η κυριαρχία του γραπτού νόμου και όχι των ατόμων. Δεν υπάρχουν ιεραρχίες ούτε κράτος με την σημερινή έννοια, δηλαδή ένας μηχανισμός εξουσίας χωριστός από το σώμα της κοινωνίας και εφαρμοζόμενος επί της κοινωνίας. Δεν υπάρχουν οι «ειδικοί» της πολιτικής, οι επιστήμονες του Πλάτωνα, δεν υπάρχει επιστήμη της πολιτικής αλλά διαμάχη των δοξών. Όλες οι γνώμες μετρούν εξ ίσου και η πολιτική είναι υπόθεση όλων. Υπάρχει ένας ανοικτός δημόσιος χώρος που είναι πραγματικός δημόσιος, δεν είναι δηλαδή ιδιοκτησία κανενός, εντός του κυκλοφορούν και συζητούνται όλες οι σημαντικές πληροφορίες και λαμβάνονται άμεσα όλες οι κύριες αποφάσεις από τον δήμο. Η παρρησία και η ισηγορία επιτρέπει και επιβάλλει την ουσιαστική πολιτική διαμάχη – και όχι την διαστρεβλωμένη υπό τύπον θεάματος κομματική αντιδικία. Το μεγάλο πολιτικό μάθημα που μας προσφέρει η άμεση δημοκρατία είναι ότι η εξουσία δεν είναι ιδιοκτησία ουδενός προσώπου και κόμματος, δεν ανήκει σε κανέναν, αλλά ασκείται και πρέπει να ασκείται από όλους τους πολίτες.
Η δημοκρατία δεν είναι μόνο ένα πολίτευμα, θεσμοί και διακυβέρνηση, αλλά και τρόπος του βίου. προϋποθέτει και συνεπάγεται μια ελεύθερη αντίληψη για τον πολίτη και τις σχέσεις του, για την κοινωνία γενικώτερα. Δημιουργεί άλλες καινούργιες αξίες, σημασίες που για πρώτη φορά στην ιστορία αναφέρονται στη συνεργασία, στην αλληλεγγύη, στη φιλία με την ουσιαστική έννοια της λέξεως (έρως), και τη δημιουργία σε όλους τους τομείς, που έχουν ως αποτέλεσμα την ανάδυση ενός εκπληκτικού πολιτισμού που είναι διαρκής παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα (γλυπτική, αρχιτεκτονική, αγγειογραφία, ιστοριογραφία, ρητορική, τραγωδία, κωμωδία, φιλοσοφία, λόγος, δίκαιο, επιστήμη, ιατρική). Ο πολιτισμός αυτός είναι πολιτικός πολιτισμός, είναι δημιουργία της πόλεως και της δημοκρατίας. Για πρώτη φορά εμφανίζεται στην ανθρώπινη ιστορία ο ανθρωπολογικός τύπος του πολιτικού ανθρώπου, του ανθρώπου που ασχολείται αυτοπροσώπως με πάθος με τα κοινά, την πολιτική και την εξουσία, που αναδεικνύει το ζήτημα της πολιτικής ελευθερίας ως το σημαντικώτερο της ανθρωπίνης υπάρξεως. Τη μέριμνα αυτή για το δημόσιο και κοινό συμφέρον - κοινοφιλής διάνοια με τους όρους του Αισχύλου - τονίζουν και εξυμνούν ο Σόλων, ο Περικλής, ο Πρωταγόρας, ο Δημόκριτος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Δημοσθένης.[5]

Tα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα

Είναι εμφανές ότι κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν συναντάται στα σημερινά πολιτεύματα, πράγμα που σημαίνει ότι η (άμεση) δημοκρατία δεν έχει σχέση με τα κοινοβουλευτικά πολιτεύματα. Αρκεί μόνο να τονισθεί ότι τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα έχουν υποκαταστήσει την πολιτική έννοια της ελευθερίας – που, όπως είδαμε, στην άμεση δημοκρατία σημαίνει ισότιμη πραγματική συμμετοχή όλων των πολιτών στην εξουσία - με τις ατομικές ελευθερίες των δικαιωμάτων: ελευθερία της έκφρασης, ελευθερία του λόγου, του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι, της πρόσβασης σε βασικά κοινωνικά αγαθά όπως η πληροφόρηση και η εκπαίδευση. Όμως και αυτά είναι δικαιώματα ευκαιριών και όχι αποτελεσμάτων, δηλαδή είναι θεωρητικές διακηρύξεις, μερικές και αμυντικές, οι οποίες σήμερα φαλκιδεύονται συνεχώς.
Στα σημερινά κοινοβουλευτικά πολιτεύματα η ουσιαστική εξουσία σε όλες τις μορφές της - εκτελεστική, νομοθετική, δικαστική, κυβερνητική - ασκείται από τους ολίγους των κομμάτων εξουσίας και τους βουλευτές του κοινοβουλίου. Ὀλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονται και οι νόμοι θεσπίζονται από τους ολίγους, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν τα δικά τους συμφέροντα, των κομμάτων τους και των ισχυρών ανωτέρων κοινωνικο-οικονομικών στρωμάτων.[6] Συνεπώς τα αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα είναι καθαρές ολιγαρχίες - φιλελεύθερες ολιγαρχίες τα αποκάλεσε ο Κ. Καστοριάδης.
Έτσι οι όροι αντιπροσωπευτική, έμμεση, κοινοβουλευτική δημοκρατία κ.λπ με τους οποίους ονομάζεται η σημερινή ολιγαρχία είναι όλοι ψευδείς και απατηλοί. Ο «γεωμετρικός τόπος» όλων αυτών των «δημοκρατιών» δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ανυπαρξία και η συγκάλυψη της αληθούς δημοκρατίας. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν oι πολιτικοί και οι θεωρητικοί να αποκρύψουν τον ολιγαρχικό χαρακτήρα των σημερινών κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων και το γεγονός ότι η δημοκρατία δεν υπάρχει πουθενά στον σημερινό κόσμο. Έτσι συγκροτούν τον ισχυρό πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας – η ιδεολογία εννοείται εδώ όχι ως ένα απλό σύνολο ιδεών, αλλά με την έννοια της ψευδούς συνείδησης που ανέλυσε ο Μαρξ: ως ένα σύστημα ιδεών που προσφέρεται όχι για την κατανόηση αλλά για τη συγκάλυψη της πραγματικότητας. δηλαδή ένα σύστημα εννοιών με ακατοίκητες λέξεις, λέξεις χωρίς αντίκρυσμα, χωρίς γείωση στην πραγματικότητα. Η ιδεολογία χαρακτηρίζεται από διχασμό ανάμεσα σε θεωρία και πράξη, από ασυμφωνία ανάμεσα στο λέγειν και το πράττειν.
Επομένως, η χρήση του όρου δημοκρατία, έστω και με την προσθήκη διαφόρων επιθέτων για τον προσδιορισμό των σημερινών κοινοβουλευτικών συστημάτων, από πολιτικούς, κόμματα και δημοσιογράφους αλλά και από πολιτειολόγους και θεωρητικούς, είναι εσφαλμένη και παραπλανητική. Όποιος συνεπώς θεωρεί και αποκαλεί τα σημερινά πολιτεύματα δημοκρατίες, συνοδευόμενες έστω με ένα επίθετο της αρεσκείας του, απατά ή απατάται, άλλη εκδοχή δεν υπάρχει.
Τελευταίως παράγεται ένας ακόμη πληθωρισμός του όρου δημοκρατία - με την προσθήκη επιθέτων όπως «συμμετοχική», «ισχυρή», «διαβουλευτική», «ηλεκτρονική» κ.ά. Όλα αυτά τα επίθετα προσφέρονται από τους εισηγητές τους για να δηλώσουν «πολιτεύματα» που αποτελούν βελτίωση ή υπέρβαση του υπάρχοντος κοινοβουλευτισμού. Στην καλύτερη περίπτωση στα «πολιτεύματα» αυτά oι εισηγητές τους ενσωματώνουν στοιχεία από την (άμεση) δημοκρατία, οπότε είναι εμφανές ότι τα καινοφανή επίθετα είναι περιττά και επιζήμια, διότι δημιουργούν συγχύσεις. Εξυπηρετούν μόνο την προσωπική ματαιοδοξία των εισηγητών τους. Δεν χρειάζονται καινούρια επίθετα για τη δημοκρατία. Το μόνο επίθετο που μπορεί να γίνει αποδεκτό είναι «άμεση», αν και αυτό είναι πλεονασμός. Η δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι άμεση.

Αντιπροσώπευση και ολιγαρχία

Η ολιγαρχική δομή των σημερινών πολιτευμάτων στηρίζεται στην αντιπροσώπευση και στα κόμματα. H «αντιπροσώπευση» δημιουργεί μία «διαίρεση της πολιτικής εργασίας», διαίρεση σε κυριάρχους και κυριαρχουμένους, σε εξουσιάζοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Ο καταμερισμός αυτός επιτυγχάνεται με τις εκλογές. Ο Rousseau είναι από τους πρώτους μοντέρνους στοχαστές που το διαπίστωσε: «Υποστηρίζω ότι η κυριαρχία είναι η άσκηση της γενικής βούλησης, δεν μπορεί ποτέ να απαλλοτριωθεί, και ότι ο κυρίαρχος, ως συλλογική οντότητα, δεν είναι δυνατόν να αντιπροσωπευθεί παρά μονάχα από τον εαυτό του». «Η γενική βούληση δεν αντιπροσωπεύεται με κανένα τρόπο: υπάρχει είτε αυτή η ίδια ή κάτι άλλο. δεν υπάρχει μέσος όρος». Eπίσης: «Επειδή ο νόμος είναι η διακήρυξη της γενικής βούλησης είναι σαφές ότι στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας ο λαός δεν μπορεί να αντιπροσωπεύεται».
Ο Ρουσσώ έγραφε επίσης για τον λαό της Αγγλίας (διότι εκεί μόνο υπήρχε κοινοβούλιο και εκλογές στην εποχή του Ρουσσώ) ότι αυτός πιστεύει ότι είναι ελεύθερος αλλά απατάται οικτρώς διότι στην πραγματικότητα είναι ελεύθερος μόνο κατά την στιγμή που γίνονται οι εκλογές για την ανάδειξη του κοινοβουλίου. Μετά ο λαός χάνει την ελευθερία του, είναι δούλος, δεν είναι τίποτα. Ο Κ. Καστοριάδης συμπληρώνει ότι ούτε καν τη στιγμή των εκλογών είναι ελεύθερος, διότι η «εκλογή» του έχει δρομολογηθεί και σηματοδοτηθεί καθ’ όλο το διάστημα πριν από τις εκλογές, από την ιδεολογική κυριαρχία των κομμάτων και των αντιπροσώπων. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που ο λαός αναθέτει την εξουσία στους αντιπροσώπους, την χάνει. «Από τη στιγμή που κάποιος λαός αποκτήσει αντιπροσώπους δεν είναι πλέον ελεύθερος, ούτε υπάρχει». Πράγμα το οποίο ήξεραν πολύ καλά οι αρχαίοι Αθηναίοι, γι’ αυτό δεν είχαν αντιπροσώπους και θεωρούσαν τις εκλογές χαρακτηριστικό της αριστοκρατίας και της ολιγαρχίας ενώ την κλήρωσιν χαρακτηριστικό της δημοκρατίας. Αυτή την ειδοποιό διαφορά της δημοκρατίας δέχεται επίσης ο Montesquieu και ο Rousseau. Οι εκλογές άλλωστε στην Αρχαία Ελλάδα δεν είχαν σχέση με την αντιπροσώπευση, αλλά με την εκλογή των καλυτέρων, των αρίστων, στα αξιώματα στα οποία απαιτούνταν ειδικές γνώσεις, ικανότητες και πείρα.
Η κριτική του Rousseau, συνεχίζεται από τον Καστοριάδη, ο οποίος σημειώνει χαρακτηριστικά: «Από την στιγμή κατά την οποία αμετάκλητα και για ορισμένο χρονικό διάστημα (π.χ. πέντε χρόνια), αναθέτει κανείς την εξουσία σε ορισμένους ανθρώπους, έχει μόνος του αλλοτριωθεί πολιτικά». Κριτική στην αντιπροσώπευση έχουν ασκήσει και άλλοι σύγχρονοι συγγραφείς όπως λ.χ. ο B. Barber που υποστηρίζει ότι πρέπει να συμμετέχουν όσον το δυνατόν περισσότεροι στις αποφάσεις. Κατά συνέπεια, η «αντιπροσώπευση» είναι και στη θεωρία και στην πράξη, αλλοτρίωση της κυριαρχίας των ανθρώπων. Η αλλοτρίωση εννοείται υπό τη νομική έννοια του όρου απαλλοτρίωση: μεταβίβαση ιδιοκτησίας, μεταβίβαση δηλαδή κυριαρχίας από τους ψηφοφόρους προς τα κόμματα. Συνεπώς στα σύγχρονα πολιτεύματα, τα κόμματα και η αντιπροσώπευση αποτελούν χαρακτηριστικά της ολιγαρχίας και όχι της δημοκρατίας.
Την κατάσταση αυτή είχαν διαγνώσει από τις αρχές του 20ου αιώνα ο R. Μichels και ο M. Ostrogorski,[7] οι οποίοι υπογράμμισαν την ολιγαρχική τάση των κοινοβουλευτικών πολιτευμάτων που εκδηλώνεται μέσω των κομμάτων και της αντιπροσώπευσης. Ο δεύτερος, αναλύοντας τη λειτουργία των κομμάτων στη Βρετανία και στις ΗΠΑ, διαπιστώνει την χειραγώγηση που αυτά ασκούν στους ανθρώπους, την προσφυγή τους στη διαφθορά, τη διαρκή επέκταση της επιρροής και της δύναμής τους, τον συνακόλουθο σφετερισμό της εξουσίας, τη συρρίκνωση των πρωτοβουλιών και των εξουσιών των ανθρώπων, την απίσχνανση του πολιτικού διαλόγου και του επιχειρήματος. Εν ολίγοις, o Ostrogorski, αναδεικνύει τη βασική αλήθεια ότι τα κόμματα αποβλέπουν στην ολιγαρχική οργάνωση της κοινωνίας, ότι είναι ξένα προς το δημοκρατικό πολίτευμα και εχθρικά προς την πολιτική συμμετοχή και την ισότητα.
Η αντιπροσώπευση οδηγεί έτσι στην αδράνεια και απομάκρυνση των ανθρώπων από τα πολιτικά πράγματα, με συνέπεια να μην υπάρχει έλεγχος της εξουσίας και αντίσταση στις «ολοκληρωτικές» τάσεις της ολιγαρχικής και αυταρχικής διακυβερνήσεως. Αυτό συμβαίνει επειδή βασικός αντικειμενικός σκοπός των κομμάτων είναι να εμποδίσουν τους ανθρώπους να ασχολούνται και να αποφασίζουν για τα προβλήματά τους και τα προβλήματα της κοινωνίας. Η γραφειοκρατικοποίηση και η κομματοκρατία επιφέρουν την παθητικοποίηση και τη δυσκολία επικοινωνίας των ανθρώπων, που με τη σειρά τους οδηγούν στην ιδιώτευση. H πίστη στα κόμματα και η εξάρτηση από τους «αντιπροσώπους» υπονομεύει και ακυρώνει την ικανότητα των ανθρώπων να βοηθήσουν τον εαυτό τους, να λύσουν τα προβλήματά τους. Δημιουργείται λοιπόν μιά ετερόνομη κατάσταση, που δεν επιτρέπει τη συμμετοχή στη θέσπιση των νόμων και στη λήψη των αποφάσεων από την ίδια την κοινότητα, από τους ίδιους τους ανθρώπους, κατάσταση αντίθετη προς την αυτονομία και την αυτοκυβέρνηση.
Αυτή η θεσμισμένη και εσωτερικευμένη ετερονομία διαπιστώνεται και στα πανεπιστημιακά συγγράμματα: «Η ρύθμιση που περιέχουν οι κανόνες δικαίου, είναι ετερόνομη. Δηλαδή η συμπεριφορά του ανθρώπου δεν προσδιορίζεται και δεν υπαγορεύεται από τους ίδιους αλλά επιβάλλεται από άλλη βούληση, δηλαδή από το δίκαιο το οποίο τίθεται από την κρατική εξουσία».[8] Εκφράζεται δε με πλήρη σαφήνεια στον καταστατικό χάρτη του πολιτεύματος, στο Σύνταγμα, το οποίο, σύμφωνα με έγκριτο καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου «αποτελεί τη συμπυκνωμένη νομική έκφραση και αποτύπωση ενός συγκεκριμένου συσχετισμού κοινωνικοπολιτικών δυνάμεων».[9] Ο σημερινός συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί τα κόμματα, τους ισχυρούς και τους πλούσιους, δηλαδή τους ολίγους και όχι τους πολλούς. Την αλήθεια αυτή είχαν διατυπώσει οι Σοφιστές στην κλασική Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα: «το ισχύον δίκαιο σε μια κοινωνία εκφράζει το δίκαιο του ισχυροτέρου».[10] Αλήθεια που έκτοτε συγκαλύφθηκε με διάφορους τρόπους από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη μέχρι τους μοντέρνους θεωρητικούς του «κοινωνικού συμβολαίου». Ο D. Hume (1711-1776) άσκησε κριτική στις θεωρίες του κοινωνικού συμβολαίου, και γράφει χαρακτηριστικά: «σχεδόν όλα τα πολιτεύματα που υπάρχουν σήμερα ή που μαρτυρούνται από κάποιο ιστορικό κείμενο, έχουν εξαρχής θεμελιωθεί είτε σε σφετερισμό [της εξουσίας] ή κατάκτηση, είτε και στα δύο, χωρίς κάποια πρόφαση μιας πρόθυμης συναίνεσης ή θεληματικής υποταγής του λαού».[11]
Αυτό συνεπώς που προέχει είναι η χειραφέτηση από την ολιγαρχική ιδεολογία, η αποδέσμευση από τη λογική των κομμάτων και των «αντιπροσώπων» και η συνακόλουθη προώθηση της συμμετοχής των ανθρώπων στις αποφάσεις και στη θέσπιση των νόμων, ο ουσιαστικός διαχωρισμός των εξουσιών και ο ενδελεχής έλεγχός τους. Επιβάλλεται κυρίως η ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας με στελέχωσή της από τμήματα πολιτών. Με άλλα λόγια αυτό που πρέπει να τεθεί ως κύριο αίτημα είναι η συμμετοχή όλων στην εξουσία, υπό όλες τις μορφές της.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Εκτός της H. Arendt και του Κ. Καστοριάδη υπάρχουν και άλλοι μελετητές που πραγματεύονται την κρίση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, όπως ο Lasch, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, μτφ. Β. Τομανάς, Θεσσαλονίκη, 1999. Του ιδίου, Η εξέγερση των ελίτ και η προδοσία της δημοκρατίας, μτφ. Β. Τομανάς, Νησίδες, Θεσσαλονίκη, 2004. K. Κράουτς, Μεταδημοκρατία, μτφ. Α. Κιουπκιολής, Εκκρεμές, Αθήνα, 2006. Κυρ. Σιμόπουλος, Η διαφθορά της εξουσίας, Αθήνα 1992.
2. Πολιτικά, 4, 1294β9-11: δημοκρατικὸν μὲν εἶναι τὸ κληρωτὰς εἶναι τὰς ἀρχὰς τὸ δ’ αἱρετὰς ὀλιγαρχικὸν.
3.Αριστοτέλης Πολιτικά, 3, 1275a25.
4. Ἐλευθερίας ἕν μὲν τὸ ἐν μέρει ἄρχεσθαι καὶ ἄρχειν (Αριστοτέλης Πολιτικά 6, 1317b2-3).
5. Για περισσότερα περί άμεσης δημοκρατίας βλ. Οικονόμου Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Αθήνα, 2007, και φυσικά τα σχετικά κείμενα του Κ. Καστοριάδη.
6. Βλ. Γ. Ν. Οικονόμου, Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Παπαζήσης, Αθήνα, 2009.
7. Ostrogorski, La démocratie et les parties politiques (1903), Fayard, Paris, 1993.
8. Δ. Χριστοφιλόπουλος, Εισαγωγή στο δίκαιο, Αθήνα 1998, σ. 13.
9. Α. Μάνεσης, «Πολιτική κρίση και κρίση της πολιτικής», Το Βήμα, 29 Ιανουαρίου 1995, σ. 11.
10. Η φράση είναι του Θρασυμάχου, όπως αναφέρεται στην πλατωνική Πολιτεία (1, 338γ): φημὶ γὰρ ἐγὼ εἶναι τὸ δίκαιον οὐκ ἄλλο τί ἢ τὸ τοῦ κρείτονος συμφέρον. Bλ. και Spinoza, Πολιτική πραγματεία, κεφ. 2, 4.
11. «To πρωταρχικό συμβόλαιο», στο Δοκίμια, οικονομικά-ιστορικά-πολιτικοκοινωνικά, πρόλ.-μτφ.-σχόλ. Ε. Παπανούτσος, Παπαζήσης, Αθήνα, 1979, σ. 77. Επίσης σ. 79-80. Επίσης ο Spinoza ήταν κατά του κοινωνικού συμβολαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου