Τετάρτη 11 Απριλίου 2012

Οι τελευταίες εκλογές του παλιού κόσμου. Η μεταπολίτευση πεθαίνει, η ανασύνθεση παραμένει ζητούμενο

Οι θέσεις της Κίνησης Πολιτών Άρδην για τις επικείμενες εκλογές

Το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να δώσει καμία λύση στο δράμα που ζούμε. Και, δυστυχώς, μέρος του προβλήματος δεν είναι μόνον ο δικομματισμός ή οι «μνημονιακές δυνάμεις», αλλά όλες οι κατεστημένες πολιτικές δυνάμεις. Γι’ αυτό και, ενώ πορευόμαστε σε μια από τις σημαντικότερες εκλογές των τελευταίων δεκαετιών, που σηματοδοτούν το ορι­στικό τέλος της μεταπολίτευσης, το τοπίο μοιάζει σαν μία από τα ίδια. Βρισκόμαστε ακόμα σε κατάσταση όπου αναζη­τούμε «ψήφους διαμαρτυρίας», «ψήφους απελπισίας», και αναπαράγεται η λογική του «μη χείρον βέλτιστον». Γι’ αυ­τόν το λόγο, οι ερχόμενες εκλογές μάλλον θα μείνουν στην ιστορία ως οι τελευταίες του παλαιού κόσμου και όχι ως η γένεση του καινούργιου.

Αποσύνθεση χωρίς ανασύνθεση
Σή­μερα ακόμα, κύρια πλευρά των επερχό­μενων εκλογών παραμένει η απο­σύνθεση: βασικός στόχος παρα­μένει η φθορά των κομμάτων της συγκυβέρνησης και –κυρίως– η κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Γιατί το ΠΑΣΟΚ είναι η ψυχή του κα­θεστώτος και ο μεγάλος υπαίτι­ος της καταλήστευσης και της δι­άλυσης της χώρας. Φυσικά, και ο Σαμαράς είναι ένοχος, γιατί τον Οκτώβριο έδωσε χείρα βοηθεί­ας στον Γιώργο Παπανδρέου, και τον Βενιζέλο, είναι βασικός συντο­νιστής της εκπτώχευσης του ελλη­νικού λαού, επιτρέποντας στο κα­θεστώς να επιβιώσει και να ανα­συνταχθεί. Διότι, αν, τότε, άφηνε τον Παπανδρέου να καταρρεύσει, οι εκλογές θα γίνονταν σε εντελώς διαφορετικό κλίμα και η βούληση του λαού θα μπορούσε να εκφρα­στεί πιο ελεύθερα, δίχως τη μέ­γκενη του 2ου μνημονίου να μας σφίγγει απελπιστικά τον λαιμό και τη χώρα να βρίσκεται, επί της ου­σίας, υπό κατοχή. Για τον δε κω­λοτούμπα Καρατζαφέρη, και τις λοιπές στημένες λεμονόκουπες του καθεστώτος, τα πράγματα ήδη παίρνουν τη μοιραία τροπή και τους οδηγούν στα όρια της επιβίω­σης, ενώ όσοι κατάφεραν να πηδή­σουν από το καράβι νωρίς, όπως ο Βορίδης, φιγουράρουν ως πρω­τοκλασάτοι της Νέας Δημοκρατί­ας, εκφραστές μιας νέας αυταρχι­κής γραμμής των διαπλεκόμενων συμφερόντων.
Εντούτοις, παρά την επιτακτι­κή ανάγκη που υπάρχει να κατα­κρημνιστούν οι δυνάμεις της υπο­τέλειας, σήμερα δεν υφίσταται κα­μία δύναμη που να εκφράζει κα­θαρά και αυθεντικά την οργή του ελληνικού λαού για τα εγκλήμα­τα των ελίτ. Αντίθετα, υπάρχει ένα ευρύ φάσμα ενδιάμεσων καταστά­σεων που θολώνουν τα νερά και εμποδίζουν να σταλεί ένα ηχηρό και ξεκάθαρο μήνυμα τόσο προς τις προδοτικές ελληνικές ελίτ, όσο και προς τις ξένες δυνάμεις, τους αρχιτέκτονες της νέας γερμανικής κηδεμονίας πάνω στην Ευρώπη.
Ως προς αυτό, είναι χαρακτη­ριστικό ότι οι μαζικές δυναμικές απόρριψης των παλαιών κομμά­των καταγράφονται από τα δεξιά και όχι από την αριστερά: Τον με­γαλύτερο δυναμισμό επιδεικνύει η πρωτοβουλία Καμμένου, ανε­ξαρτήτως αξιοπιστίας, και του τι πραγματικά θα κάνει αν καταγρά­ψει ένα υψηλό ποσοστό και απο­κτήσει διαπραγματευτική δύναμη. Σε μικρότερο βαθμό, η παρατήρη­ση αφορά και στη Χρυσή Αυγή, η οποία φαίνεται να κάνει τη μεγάλη ανατροπή και, από περιθωριακό κόμμα, τείνει να διεισδύσει στο κε­ντρικό πολιτικό σκηνικό.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί καθρέφτη των αδιεξόδων και των αντιφάσεων της Αριστεράς. Εδώ πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι: Επί τρεις, σχεδόν, δεκαετίες, οι δυνά­μεις της Αριστεράς λειτουργούσαν τυπικά ως αντιπολίτευση, αλλά, παράλληλα, συμμετείχαν ουσια­στικά στη στρατηγική των ελληνι­κών αρχουσών τάξεων, αποτελούν και αυτές τμήμα του φθαρμένου πολιτικού συστήματος. Γι’ αυτό και, σήμερα, που τα πάντα διαλύ­ονται, οι δυνάμεις της Αριστεράς κινούνται σαν δεινόσαυρος. Μό­λις τώρα, στο «και πέντε», ο Τσί­πρας ψελλίζει τα προφανή περί υποδούλωσης και ανάγκης ύπαρ­ξης ενός πατριωτικού αντιστασια­κού κινήματος, ενώ το ΚΚΕ παρα­μένει ακίνητο μέσα στην ιδεολογι­κή του φορμόλη. Για τους λόγους αυτούς η Αριστερά αναδεικνύεται σε μεγάλη συντηρητική δύνα­μη. Κερδίζει μεν ψήφους διαμαρ­τυρίας, λόγω της αντιμνημονιακής της τοποθέτησης, αλλά μπλοκάρει από τη μεριά της οποιαδήποτε δυ­ναμική υπέρβασης της υφιστάμε­νης πολιτικής τάξης πραγμάτων.
Με ευθύνη όλων των κομμά­των, είτε συμμετείχαν στην κυ­βέρνηση είτε όχι, κυριάρχησε ένα σύστημα οικονομικού μετα­πρατισμού και κοινωνικού πα­ρασιτισμού, εξαφανίστηκε η πα­ραγωγική βάση της χώρας, διε­λύθη η εθνική μας ταυτότητα στην παιδεία, τη γλώσσα, τον πολιτισμό. Η Αριστερά, ιδιαίτερα, καλλιέργη­σε στη νεολαία τη λογική της ήσ­σονος προσπάθειας και της μπα­χαλοποίησης του εκπαιδευτικού συστήματος, της εγκατάλειψης της άμυνας της χώρας, χωρίς παράλ­ληλα να προωθεί κάποια αυθεντι­κή αντισυστημική πρόταση: Και καταγγέλλουμε το «σύστημα» και τα αρπάζουμε από αυτό, δοθείσης της ευκαιρίας!
Στο μεταναστευτικό, η Αρι­στερά έδινε στις άρχουσες τάξεις το ιδεολογικό άλλοθι για το πάμφθη­νο εργατικό δυναμικό που προσέ­φεραν τα «ανοιχτά σύνορα». Όταν εμείς στηρίζαμε την ανάγκη μιας συνεπούς και συνετής μετανα­στευτικής πολιτικής, ελέγχου των συνόρων, περιορισμού των μετα­ναστευτικών κυμάτων και ενσω­μάτωσης όσων είναι δυνατόν να ενσωματωθούν, ήμασταν «φασί­στες», συνοδοιπόροι του Καρα­τζαφέρη και του Μιχαλολιάκου. Οι υπόλοιποι, μπορούσαν να το παίζουν αντιρατσιστές στις καφετέ­ριες ή τα μπαρ των Βορείων Προ­αστίων. Σήμερα, τα αστεία τελείω­σαν, αφ’ ενός το κέντρο των Αθη­νών θυμίζει βραζιλιάνικη φαβέ­λα, όπου κυριαρχούν το έγκλημα, η εξαθλίωση, τα ναρκωτικά και οι μαφίες, αφ’ ετέρου η Χρυσή Αυγή φτάνει δημοσκοπικά το 5%. Σε λίγο, αν συνεχιστεί αυτή η απο­ποίηση ευθυνών, η ελληνική κοι­νωνία θα διαλυθεί εντελώς και θα κυριαρχήσουν οι συμμορίες και η αυτοδικία κατά δικαίων και αδί­κων.
Δυστυχώς, όλες οι πολιτικές και ιδεολογικές επεξεργασίες που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια, ήρκεσαν για να προ­καλέσουν την κρίση του δικομ­ματισμού, αλλά όχι και τη μεγάλη πολιτική ανασύνθεση. Το «αντι­μνημόνιο», ένας βερμπαλιστικός αντιστασιακός λόγος που έμενε στα συνθήματα, ο οικονομισμός και το εμπόριο φρούδων ελπίδων, του τύπου «άμεση έξοδος από ευ­ρώ-Ε.Ε.», δυστυχώς δεν οδήγη­σαν πουθενά. Όσο προσεγγίζου­με τις εκλογές, οι πρωταγωνιστές όλης αυτής της ιστορίας βγαίνουν ολοένα και περισσότερο στο πε­ριθώριο. Εντέλει, καταδεικνύεται ότι οι επιλογές τους περισσότερο μπλόκαραν τις διεργασίες ανάδυ­σης ενός αυτόνομου πόλου παρά τις βοήθησαν. Αλλά οι ευθύνες βα­ραίνουν αποφασιστικά και τη Σπί­θα και τον ίδιο τον Μίκη Θεοδω­ράκη, καθώς ήταν ο μόνος που είχε και συμβολικά τη δυνατότη­τα να θέσει τις βάσεις για έναν αυ­τόνομο πολιτικό πόλο αντίστασης, αλλά τη σπατάλησε σε αέναες δια­πραγματεύσεις με τους πρώην του ΠΑΣΟΚ και με τον ΣΥΝ. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, όμως, το πολιτικό κε­φάλαιο που απελευθερώθηκε με το κίνημα των «Αγανακτισμένων» κατήντησε να κατασπαταλιέται κά­που μεταξύ του Καμμένου και του ΣΥΡΙΖΑ
Η ανασύνθεση παραμένει αναγκαία
Το γεγονός όμως ότι το πολιτικό σύστημα, στο σύνολό του, καθώς και οι πνευματικές «ελίτ» δεν μπο­ρούν να εκφράσουν τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας δεν ση­μαίνει ότι αυτές δεν υπάρχουν: Η διαμόρφωση ενός ρεύματος εαμι­κού τύπου, που να συνδυάζει εθνι­κή ανεξαρτησία και κοινωνική δι­καιοσύνη, που να διαθέτει όρα­μα και στρατηγική, είναι σήμερα όρος επιβίωσης για την Ελλάδα. Και τα διάφορα σχήματα που ανα­δεικνύονται, εκ δεξιών ή εξ αριστε­ρών, μόνο ευκαιριακά μπορούν να καλύψουν το κενό που αφήνει η απουσία του. Γιατί τα ερωτήματα και τα προβλήματα θα επανέλθουν δριμύτερα μετά τις εκλογές, ιδιαίτερα τον Ιούνιο που θα μας βομβαρδίσουν με νέα μέτρα, τα οποία θα δώσουν τη χαριστική βολή στην ελληνική κοινωνία. Γι’ αυτό και, δυστυχώς για την Ελλάδα, το πραγματικό στοίχημα της πολιτικής ανασύν­θεσης θα παιχτεί μετά τις εκλογές. Όταν ήδη θα έχουν αναδειχθεί τα αδιέξοδα που υπονομεύουν τόσο το αντιμνημονιακό, όσο και το μνη­μονιακό στρατόπεδο.
Πρώτον, θα αποδειχθεί ότι οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει να μεταβάλουν την Ελλάδα σε κά­τεργο, και ότι τα μέτρα που μεθο­δεύουν υπονομεύουν την όποια προσπάθεια ανόρθωσης ευαγγε­λίζεται η Ν.Δ. του Σαμαρά και το μπλοκ της συγκυβέρνησης. Διότι, απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση της χώρας είναι η ανατροπή των υφιστάμενων γε­ωπολιτικών συσχετισμών στους οποίους έχουμε εγκλωβιστεί. Και για να πραγματοποιηθεί η γεωπο­λιτική ανατροπή απαιτείται όραμα κοινωνίας, ανασύστασης του ελλη­νικού κράτους και της κοινωνίας με όρους πραγματικής δημοκρα­τίας και δικαιοσύνης. Γιατί η αμ­φισβήτηση των εξαρτήσεων που έχει η χώρα δεν μπορεί να γίνει από σάπιες δομές και χρεοκοπη­μένα κόμματα, πράγμα που η δια­κυβέρνηση Καραμανλή το απέδει­ξε πάρα πολύ καλά.
Δεύτερον, θα φανεί ότι το απο­φασιστικό στοιχείο, που κρίνει την αποτελεσματικότητα και τη μετα­βολή του «αντιμνημονιακού» χώ­ρου σε έναν αυθεντικά αντιστασι­ακό και φερέγγυο πολιτικό πόλο, είναι η διαμόρφωση στρατηγικής για τη χώρα. Δεν αρκεί η αγανά­κτηση ούτε η διαμαρτυρία, γιατί η κρίση είναι πραγματική και απει­λεί την επιβίωση αυτού του λαού και του τόπου. Και, άρα, αυτοί που πλήττονται περισσότερο δεν είναι διατεθειμένοι να στηρίξουν μια δύναμη που περιορίζεται στην άρ­νηση, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά πως ένα σκηνικό παρατεταμένης αποσταθεροποίησης θα μας απο­τελειώσει. Και είναι αυτός ο λό­γος που τα κόμματα του μνημονί­ου θα κερδίσουν κάποιες ψήφους παραπάνω στην τελική ευθεία των εκλογών. Γιατί θα πρέπει να γνω­ρίζουμε ότι ένα μεγάλο κομμάτι, που θα στηρίξει κυρίως τον Σα­μαρά, ακόμα και τον Βενιζέλο, δεν συμφωνεί με την πολιτική τους και τις θέσεις τους, αλλά σέρνεται σ’ αυτούς από τον φόβο της επόμε­νης ημέρας. Έναν φόβο ο οποίος εντείνεται από την ιδεολογικοπο­λιτική ανυπαρξία των λεγόμενων αντιμνημονιακών δυνάμεων.
Τι θα γίνει με τις εκλογές;
Γνωρίζουμε τα αδιέξοδα των πο­λιτών, που θέλουν να εκφράσουν την αγανάκτησή τους και μέσα από την ψήφο τους και δεν μπορούν να βρουν κάποιον ικανοποιητικό φο­ρέα να την υποδεχτεί. Πολλοί φο­βούνται εξάλλου πως, εάν η ψήφος μας κατευθυνθεί προς τις δυνά­μεις εκείνες που μπλοκάρουν την οργή του λαού, στα πλαίσια των υφιστάμενων συσχετισμών, η ση­μερινή τους ενδυνάμωση θα απο­τελέσει εμπόδιο για το νέο που θα γεννηθεί αύριο.
Ωστόσο, πιστεύουμε πως, μια και δεν έχουν ακόμα αναδει­χτεί πραγματικά νέες και καινο­τόμες πολιτικές δυνάμεις, ο γερο-τυφλοπόντικας της «πανουργίας της ιστορίας» θα λειτουργήσει και μέσα από τις υφιστάμενες δομές, προσφέροντας μια πιο αισιόδο­ξη εναλλακτική προοπτική. Διότι, όταν υπάρχει ένα ρεύμα, που δεν έχει ακόμα διαμορφώσει τη δική του κοίτη, πλημμυρίζει και χρησι­μοποιεί ακόμα και παλιά ξεροπό­ταμα, που μεταβάλλονται, τουλάχι­στον παροδικά, σε υποδοχείς του και κάποτε υποχρεώνονται ακό­μα και να μετασχηματιστούν. Έτσι λοιπόν, τα κάθε είδους εμπόδια και παρακάμψεις δεν θα μπορέ­σουν να εμποδίσουν αυτό το ρεύ­μα να εκφραστεί, ακόμα και μέσα στις παρούσες συνθήκες και συ­σχετισμούς.
Είναι προφανές πως, εάν στην Ελλάδα υπήρχε ένα ισχυρό, συνε­πές και ρεαλιστικό, αντιμνημονια­κό και ταυτόχρονα πατριωτικό κί­νημα, θα μπορούσε και στο εκλο­γικό επίπεδο να διεκδικήσει την εξουσία! Κάτι τέτοιο θα ήταν αντι­κειμενικά εφικτό αν υπήρχαν άλ­λες πολιτικές δυνάμεις και άλλοι πολιτικοί συσχετισμοί. Και όμως, ακόμα και σήμερα, τα λεγόμενα αντιμνημονιακά κόμματα ξεπερ­νούν στην πρόθεση ψήφου το 60% των ψηφοφόρων! Ωστόσο δεν θέ­λουν την εξουσία, διότι τα περισ­σότερα γνωρίζουν πως ένα μέτω­πο θα τους υποχρέωνε σε βαθύτα­τη ρήξη με τον ίδιο τον εαυτό τους:
Το ΚΚΕ θα έπρεπε να εγκατα­λείψει τον αφηρημένο καταγγελτι­κό και συντηρητικό λόγο του, που επιδιώκει τη διατήρηση του συ­στήματος ώστε να λειτουργεί ως η ανέξοδη αντιπολίτευσή του· ο Σύ­ριζα και η ΔΗΜΑΡ θα έπρεπε να πάψουν να αποτελούν δυνάμεις ταυτισμένες με τον εθνομηδενι­σμό και την αποδόμηση της εθνι­κής συνείδησης, στην παιδεία, το μεταναστευτικό, με την ευρωλα­γνεία τους, την παρασιτική λογι­κή τους, κ.λπ. κ.λπ., και να γίνουν εν τοις πράγμασι πατριωτικές δυ­νάμεις και όχι μόνο στα λόγια· όσο για τους προερχόμενους από τη Νέα Δημοκρατία «αντιμνημονι­ακούς», θα χρειαζόταν να λύσουν τους λογαριασμούς τους με τον νε­οφιλελευθερισμό και τους Αμερι­κανούς. Και είναι προφανές πως όλοι αυτοί δεν θέλουν και δεν μπορούν να το κάνουν. Γι’ αυτό, παρ’ όλο που έχουν κάνει μια στροφή επί το πατριωτικότερον, δεν συγκρό­τησαν κάποιο ευρύτερο και πειστι­κό μέτωπο, ιδιαίτερα οι προερχό­μενοι από την Αριστερά, και προ­τίμησαν να πορευτούν ο καθένας «με τους δικούς του». Διότι γνωρί­ζουν πως η διαμόρφωση ενός ευ­ρύτερου σχήματος θα σήμαινε την αυτοκατάργησή τους.
Ωστόσο, μετά τις εκλογές, δεν θα μπουν σε κρίση μόνο τα κόμματα του μνημονίου, αλλά και οι «αντιμνημονιακοί» –όσο παράδοξο και αν ακούγε­ται αυτό. Η μάλλον βέβαιη εκλο­γική ενίσχυση των «αντιμνημο­νιακών», ελλείψει άλλων εναλλα­κτικών προτάσεων, θα οδηγήσει αυτά τα κόμματα σε μετεκλογική κρίση. Διότι θα πρέπει να διαχει­ριστούν αυτή την αυξημένη δύνα­μή τους, που βέβαια δεν θα περι­ορίζεται πια στον σκληρό πυρήνα εθνομηδενιστών, παλαιοσταλινι­κών ή φιλοαμερικανών, ανάλογα με την περίπτωση. Επί παραδείγ­ματι, γύρω από το μεταναστευτι­κό και τα εθνικά θέματα, την άμυ­να της χώρας κ.λπ., θα τιναχτούν στον αέρα τα κόμματα της Αριστε­ράς, εθισμένα στον εθνομηδενι­σμό. Γύρω από τη συμμετοχή σε μνημονιακές κυβερνήσεις, όταν το μαχαίρι φτάσει στο κόκαλο, θα μπουν σε κρίση η ΔΗΜΑΡ και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες κ.ο.κ.
Γι’ αυτό, λοιπόν, οι Έλληνες σύ­ρονται στην επιλογή του λιγότερο κακού, με τη βάσιμη ελπίδα ότι, με την ψήφο τους, θα επιταχύνουν τις εξελίξεις.
Τι να ψηφίσουμε;
Η αποχή και το λευκό, μολονότι εξακολουθούν να υποστηρίζονται από ένα τμήμα των αγανακτισμέ­νων συμπατριωτών μας, δεν απο­τελούν, δυστυχώς, την καλύτερη λύση, διότι σηματοδοτούν εγκα­τάλειψη του πολιτικού πεδίου στα μηδενικά που διαχειρίζονται τις συλλογικές μας τύχες.
Τότε τι μένει; Θα πρέπει μάλ­λον να στηρίξουμε μια ψήφο αγα­νάκτησης που, ταυτόχρονα, θα εί­ναι και ψήφος επιτάχυνσης των ανασυνθέσεων, των ρήξεων και των ανατροπών που έπονται.
Ως μέλη της Κίνησης Πολι­τών Άρδην, δεν πρόκειται να στη­ρίξουμε προνομιακά κάποιο πολι­τικό σχήμα, και καλούμε τους πο­λίτες να επιλέξουν, ανάλογα με τις προτιμήσεις και την προδιάθεσή τους, τις συνεπέστερες αντιμνημο­νιακές και πατριωτικές επιλογές.
Δεν μπορούμε, για τους λό­γους που προαναφέραμε, να στη­ρίξουμε προνομιακά το ΚΚΕ ή τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και διότι οι δύο σχηματισμοί, ιδιαίτερα ο δεύτερος, όλα τα προηγούμενα χρόνια βρέ­θηκαν στην πρωτοπορία της πνευ­ματικής και ιδεολογικής λοβοτο­μής που ασκούσε το καθεστώς πάνω στον ελληνικό λαό. Δεν τους στηρίζουμε γιατί, ακόμα και σήμε­ρα, ο σκληρός οργανωτικός τους πυρήνας πιστεύει ότι το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε είναι ο… εθνικισμός και όχι η διά­λυση της Ελλάδας. Γι’ αυτό και κα­λούμε όσους εν τέλει τους ψηφί­σουν, να επιλέξουν τους πιο αδέ­σμευτους και πατριώτες υποψη­φίους τους. Προφανώς, δεν τίθεται λόγος για τη ΔΗΜΑΡ της κυρίας Ρεπούση, του Μπίστη και των λοιπών σκληροπυρηνικών εθνο­μηδενιστών της Ανανέωσης, που είναι έτοιμοι να συγκυβερνήσουν σε κάθε περίπτωση.
Επίσης, δεν μπορούμε να στη­ρίξουμε αποκλειστικά τους Ανε­ξάρτητους Έλληνες του Π. Καμ­μένου, επειδή ο, κάποτε, συνεργά­της της Ντόρας Μπακογιάννη, δεν μας πείθει πως δεν θα χρησιμο­ποιήσει τις ψήφους της οργής που θα αντλήσει για να συμμετάσχει στην εξουσία. Όσοι όμως δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε αυτά που διατείνεται, και όχι σε αυτά που έχει κάνει, ας στηρίξουν τους λιγότερο φθαρμένους και τους πιο τίμιους από αυτούς που κατεβαί­νουν μαζί του.
Επιπλέον, υπάρχουν και άλ­λες, μικρότερες, φωνές, μικρότε­ρα σχήματα και οργανώσεις, που έχουν αντιμνημονιακό και κάπο­τε πατριωτικό χαρακτήρα και θα μπορούσαν να αποτελέσουν επι­λογές για όσους θέλουν να στεί­λουν το δικό τους μήνυμα.
Δυστυχώς, λόγω της κατάντιας που βασιλεύει στη χώρα, και που διαπερνάει όλο το πολιτικό σκηνι­κό, από τους θώκους της εξουσί­ας μέχρι τα αμφιθέατρα και τους δρόμους, είμαστε αναγκασμένοι να λειτουργήσουμε χωρίς μία ξε­κάθαρη αποκλειστική επιλογή, πέρα από τη γενική κατεύθυνση που προαναφέραμε: Η ψήφος θα πρέπει σαφώς να είναι πατριω­τική και αντικατοχική, και ταυ­τόχρονα θα πρέπει να δημιουρ­γεί ρήγματα στους υφιστάμενους σχηματισμούς. Τα ουσιαστικά, ό,τι και αν ψηφίσουμε σήμερα, ακόμα και για εκείνους που θα επιλέξουν μια καθολική απόρριψη με το λευ­κό, θα ξεκινήσουν την επόμενη μέρα: μετά τις εκλογές, θα πρέπει να αναληφθούν ουσιαστικές πρω­τοβουλίες για έναν αυτόνομο, σο­βαρό πόλο αντίστασης, με όραμα και σχέδιο για τη χώρα.
Όπως έχουμε τονίσει αρκε­τές φορές τα δύο τελευταία χρόνια, έχουμε εισέλθει πλέον σε μια πε­ρίοδο ιδεολογικο-πολιτικής συ­γκρότησης, έχοντας ξεπεράσει την κατ’ εξοχήν ιδεολογικού χαρακτή­ρα διαπάλη των προηγούμενων χρόνων. Ένα κίνημα στηριγμένο στις αρχές του πατριωτισμού, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της οικολογίας και της δημοκρατί­ας, αποτελεί πλέον όχι μόνο ιστο­ρική αναγκαιότητα αλλά και πολι­τική δυνατότητα. Και αν δεν κα­τάφερε να συγκροτηθεί πριν από τις εκλογές θα αρχίσει να συ­γκροτείται αμέσως μετά από αυ­τές.
Η Κίνηση Πολιτών Άρδην με μια τέτοια προβληματική τοπο­θετείται απέναντι στις παρούσες εκλογές. Να ψηφίσουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να επιταχύνουμε την κρίση των δυνάμεων του μνημο­νίου, να ενταφιάσουμε οριστικά τη μεταπολίτευση και να βοηθήσου­με, έστω δολιχοδρομώντας, στην ανάδειξη των δυνάμεων της ανα­σύνθεσης.
5 Απριλίου 2012
Κίνηση Πολιτών Άρδην
Θεμιστοκλέους 37
Τηλ. Επικ. 210 3826319
ardin-rixi.gr

1 σχόλιο:

  1. Δεν μας χρειάζονται άλλα αστικά κόμματα και κομματίδια. Πρέπει να συμπτηχθούμε όλοι οι radicals ,προλετάριοι , ανοιχτόμυαλοι, αντικαπιταλίστες, αντικομφορμιστές, αντιδογματικοί, οικολόγοι, όχι νεοταξίτες ρουφιάνοι του $oros όμως κλπ . Παραπέμπω και στον Γκρίλο της Ιταλίας που τον ψήφισε και ο Ντάριο Φο. Αυτός δεν μπορεί να κάνει λάθος

    ΑπάντησηΔιαγραφή